κατοπτεύσεις

κατοπτεύσεις
κατόπτευσις
observation
fem nom/voc pl (attic epic)
κατόπτευσις
observation
fem nom/acc pl (attic)
κατοπτεύω
spy out
aor subj act 2nd sg (epic)
κατοπτεύω
spy out
fut ind act 2nd sg
κατοπτεύω
spy out
aor subj act 2nd sg (epic)
κατοπτεύω
spy out
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”